Ἐρινεούς

Ἐρινεούς
Ἐρινεός
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐρινεούς — ἐρῑνεούς , ἐρινεός wild fig tree masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινέους — ἐρίνεος woollen masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ERINEOS — locus asper fuit, sub Ilii monribus, a caprificorum (quos Graeci appellant ἐρινεους) multitudine dictus. Meminit huius loci Andromache apud Hom. Iliad. 6 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ερινάζω — και ερινεάζω και ερινιάζω και ρινιάζω (AM ἐρινάζω) [ερινάς] 1. κρεμώ τον καρπό τής άγριας συκιάς (ερινεός) στα κλαδιά ήμερης για να μεταφέρουν τα μικρά έντομα που ζουν στον καρπό τής άγριας γύρη με σκοπό να γονιμοποιηθεί η ήμερη, γονιμοποιώ άγρια …   Dictionary of Greek

  • οπόεις — ὀπόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος με οπό, γαλακτώδης, χυμώδης («ὀπόεντας ἐρινεούς», Νίκ.) 2. ως κύριο όν. Ὀπόεις και Ὀποῡς ονομασία λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ ἐνέμοντ Ὀπόεντά… …   Dictionary of Greek

  • (ε)ρινιάζω — (ε)ρίνιασα κρεμώ καρπούς αγριοσυκιάς (δηλ. ερινεούς) από τα κλαδιά ήμερης συκιάς για γονιμοποίηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεμόσυκο — το ατροφικό σύκο που ωρίμασε χωρίς τεχνητή γονιμοποίηση με αγριόσυκα (ερινεούς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”